- ψύλλας
- ψύλλᾱς , ψύλλαfleafem acc plψύλλᾱς , ψύλλαfleafem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ψύλλας, Γεώργιος — (1794 – 1879). Έλληνας πολιτικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα και στάλθηκε από τη Φιλόμουση Εταιρεία στην Ευρώπη για σπουδές. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, άρχισε να εκδίδει την Εφημερίδα των Αθηνών (1824), συμβάλλοντας έτσι στον επαναστατικό Αγώνα.… … Dictionary of Greek
ψύλλαξ — ακος, ἡ, Α (στην αιτ. πληθ.) ψύλλακας (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ψύλλας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλα + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ, σπάλ αξ] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek
Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το … Dictionary of Greek